ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ TOY FRÈRE NICOLAS ΔΕΛΛΑΤΟΛΑ
Των Μίνωα Βιτάλη, Νίκου Φιλιππούση
και Μάριου Ψαλιδόπουλου, Α2 Γυμνασίου
Ερ. : Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το 1941 στην Ξυνάρα,της Τήνου, ένα από τα πιο μικρά, αλλά και από τα πιο εμπορικά χωριά του τότε νησιού. Η Ξυνάρα ήταν και παραμένει ακόμη η έδρα της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Νάξου-Τήνου-Άνδρου-Μυκόνου. Εκεί τώρα στεγάζεται και το Δημαρχείο της Κοινότητας του Εξωμβούργου.
Ερ. : Μιλήστε μας για την οικογένειά σας.
Ο πατέρας μου ήταν υποδηματοποιός και η μητέρα μου μια απλή νοικοκυρά, αφοσιωμένη στο σύζυγό της και στην ανατροφή των τεσσάρων παιδιών της. Εγώ είμαι ο δευτερότοκος της οικογένειας. Έζησα μέσα σ’ ένα χριστιανικό περιβάλλον με αυστηρές αρχές, όπου διδάχτηκα την αγάπη και το σεβασμό για τον πλησίον, την ευλάβεια προς την Παναγία και την πίστη στο Θεό.
Ερ. : Ποια ήταν η επαφή σας με τη θρησκεία και την τοπική εκκλησία τής Τήνου; Ξεκίνησε από μικρή ηλικία;
Κάθε βράδυ παρευρισκόμουν στην προσευχή του Ροδαρίου και στην κατήχηση που μας έκανε ο ίδιος ο Επίσκοπος, ο Σεβασμιότατος Ιωάννης Φιλιππούσης. Επειδή ήμουν θρησκευόμενο παιδί, μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Σκόπευε να με κάνει ιερέα και μου μάθαινε να ψέλνω στα λατινικά.
Ήμουν το πιο πιστό «παπαδάκι», παρών σ’ όλες τις τελετές και σ’ όλα τα πανηγύρια του χωριού. Ένα βράδυ, μετά την προσευχή του Ροδαρίου, κατά την κατήχηση, μου έθεσε την ερώτηση, μπροστά στ’ άλλα παιδιά, αν σκέφτηκα ποτέ να γίνω ιερέας. Ξαφνιάστηκα : «Εγώ να γίνω ιερέας!». Δεν έδωσα σημασία. Το ξέχασα. Κι έτσι, 5 ή 6 μήνες αργότερα μού το ξαναθύμισε. Και τότε αυθόρμητα του απάντησα : «Θέλω να γίνω Αδελφός Μαριανός». Έτυχε να γνωρίζω τους Αδελφούς Μαριανούς, γιατί κάθε καλοκαίρι έρχονταν να παραθερίσουν στην Κολυμπήθρα, μια γραφική παραθαλάσσια περιοχή του νησιού. Μάλιστα, περνούσαν από το χωριό με γαϊδούρια, το τότε μεταφορικό μέσο του νησιού, εφόσον αυτοκινητόδρομοι και αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Έτυχε, επίσης, να κατασκηνώσω στην Κολυμπήθρα με άλλα παιδιά και μου άρεσε το φυσικό περιβάλλον, καθώς και το οικογενειακό και φιλικό πνεύμα που επικρατούσε στην κατασκήνωση. Επιπλέον, τρεις Frères κατάγονταν από την Ξυνάρα, μεταξύ των οποίων ο θείος μου, ο Frère Athanase, και άκουγα τόσα καλά για τη Λεόντειο … Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνετέλεσαν στην απόφασή μου να δοκιμάσω τη ζωή του «frère», χωρίς να ξέρω πως ο Θεός με καλούσε για μια ιερή αποστολή. Φαίνεται πως ο Κύριος ενεργεί σιωπηρά μέσα στην καρδιά μας και σιγά-σιγά εκδηλώνεται η θέλησή Του, ώσπου το κάλεσμά Του να γίνει συνειδητό.
Ερ. : Τελικά τι έγινε;
Τελικά αναχώρησα το καλοκαίρι του 1955 για το «μακρινό» ταξίδι στη Γαλλία, χωρίς να διακρίνω μπροστά μου κάποιο ορίζοντα και χωρίς να έχω πλήρως συνειδητοποιήσει την μελλοντική πορεία μου, είτε από ντροπή προς τους Frères, είτε από φόβο προς τη γιαγιά μου, επειδή είχε μεγάλη επιρροή πάνω σ’ όλη την οικογένεια.
Ερ. : Πώς νιώσατε το πρώτο διάστημα;
Αναχώρησα μαζί με άλλους 11 νέους. Η αναχώρησή μου από την Ελλάδα, ο χωρισμός από τους γονείς μου ήταν μια σκληρή δοκιμασία στην αρχή. Θα έλεγα ότι ήταν κάτι σκληρό, γιατί την περίοδο κατά την οποία ως παιδί ακόμα ωρίμαζα συναισθηματικά, αναγκάσθηκα να αποκοπώ από τη φροντίδα, τη θαλπωρή, τη στοργή των γονιών μου. Πάντως ο αποχωρισμός μου από το οικογενειακό περιβάλλον, σ’ αυτή την ηλικία, μού άφησε αρκετά κενά που δύσκολα κατόρθωσα να ξεπεράσω.
Ερ. : Πόσο καιρό μείνατε στη Γαλλία; Ήταν μια δύσκολη περίοδος για σας;
Παρέμεινα στη Γαλλία 9 ολόκληρα χρόνια, από 13 μέχρι 22 ετών, χωρίς να επιστρέψω στην πατρίδα μου ή να συναντήσω τους δικούς μου. Η επικοινωνία με τους γονείς μου γινόταν μόνο μέσω αλληλογραφίας και ανταλλαγής φωτογραφιών. (Θυμάμαι μάλιστα πως, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω τα αδέρφια μου, γιατί είχαν πια μεγαλώσει. Οι γονείς μου φάνηκαν γερασμένοι και το σπίτι στο χωριό πολύ μικρό για να με χωρέσει). Υπέφερα στην αρχή από μοναξιά. Άργησα να εγκλιματιστώ στο ξένο περιβάλλον, στην καινούρια πραγματικότητα, παρόλο που υπήρχαν κι άλλοι νέοι Έλληνες. Αναρωτιέμαι αν ήταν θέλημα του Θεού να δοκιμάσει την αντοχή μας για να μας σκληραγωγήσει και να μας προετοιμάσει με αυτό τον τρόπο στις δυσκολίες που μας περίμεναν αργότερα κατά την εκτέλεση της αποστολής μας.
Ερ. : Πότε πήρατε την τελική σας απόφαση να ενταχθείτε στους Μαριανούς Αδελφούς και να υπηρετήσετε την Εκκλησία και τους νέους;
Το 1959 βρίσκομαι στο Saint-Genis-Laval (Λυών), για την ουσιαστική εκπαίδευσή μου ως μοναχού. Τότε άρχισα να νιώθω πιο έντονα, πιο ώριμα και πιο καθαρά το κάλεσμα του Κυρίου, την αποστολή για την οποία με καλεί ο Θεός μαζί με άλλους νέους. Κατάλαβα πως η κλήση μου είναι μια χάρη, ένα δώρο που προσφέρει ο Θεός σε εκείνους που αγαπά, για να τον υπηρετήσουν μέσω των νέων και των συνανθρώπων τους.. Ήταν μια περίοδος βαθιάς σκέψης και περισυλλογής, σκληρής προετοιμασίας, κατά την οποία έπρεπε να πάρω την κρισιμότερη απόφαση της ζωής μου, δηλαδή να εγκαταλείψω τα επίγεια αγαθά, ν’ απαρνηθώ τον κόσμο και να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στον Κύριο. Παρά τους φόβους και τις ανησυχίες, προσεύχομαι στην Παναγία, εμπιστεύομαι το Θεό, επικαλούμαι το Άγιο Πνεύμα να με φωτίσει να πάρω την τελική απόφαση δυο χρόνια αργότερα το δεκαπενταύγουστο του 1961.
Ερ. : Πέρα από τη θρησκευτική επιμόρφωση, κάνατε και άλλες σπουδές ως μέλλων εκπαιδευτικός;
Παράλληλα με τις θρησκευτικές και θεολογικές μου σπουδές προετοιμάστηκα για τις εξετάσεις του «Baccalauréat» το 1963 και 1964. Αμέσως μετά επέστρεψα στην Αθήνα, στο Λεόντειο Λύκειο, όπου δίδαξα με επάρκεια επί τρία χρόνια ως καθηγητής Γαλλικών. Μετά τις πανεπιστημιακές μου σπουδές (Γαλλικής Λογοτεχνίας) στη Λυών και στη Θεσσαλονίκη, μονιμοποιήθηκα το 1972 ως καθηγητής στο Λεόντειο Πατησίων, διδάσκοντας τη γαλλική γλώσσα, το γαλλικό πολιτισμό και τη γαλλική λογοτεχνία., καθώς και τα Θρησκευτικά στους καθολικούς μαθητές.
ρ. : Τι σημαίνει για εσάς «Μαριανός Αδελφός» στην Ελλάδα του 2010;
Δεν υπάρχει Μαριανός Αδελφός του σήμερα ή του αύριο. Ως μοναχός, ο Μαριανός Αδελφός είναι άνθρωπος αυταπάρνησης και αφοσίωσης στο Θεό, κατά το παράδειγμα του Αγίου Μαρκελλίνου, του Ιδρυτούμας, και της Παναγίας, της Μητέρας μας. Κύριος στόχος είναι η εκπαίδευση των νέων, ιδίως των φτωχών, αλλά και η στήριξη κάθε μειονεκτούντος ανθρώπου. Προσωπικά, εκτός από το εκπαιδευτικό μου έργο, ασχολούμαι και με ανήμπορους και με ηλικιωμένους ανθρώπους, στους οποίους οφείλουμε επίσης να στρέψουμε την προσοχή μας και το ενδιαφέρον μας. Είναι αδέλφια μας. Εκφράζουν κι αυτοί μια όψη της εικόνας του Χριστού.
Ερ. : Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή νεολαία;
Κάθε γενιά έχει τα θετικά και τα αρνητικά της στοιχεία. Αυτό που διακρίνει τους νέους σήμερα είναι, νομίζω, το αίσθημα της αλληλεγγύης και της ειλικρίνειας, η δίψα για ένα κόσμο πιο δίκαιο, ίσως πιο πνευματικό, και πάντως διαφορετικό από εκείνο του κομφορμισμού. Με άλλα λόγια της τυφλής κι άκριτης υποταγής στις ιδέες και παραδόσεις, που κληρονόμησαν από εμάς τους παλιούς και που δεν τους ικανοποιούν ή που δεν τους εκφράζουν.
Γι’ αυτό και παρατηρούμε στους νέους την τάση να αμφισβητούν και να κατακρίνουν πολλούς θεσμούς. Αποδοκιμάζουν μια καταναλωτική κοινωνία που προσφέρει μόνο υλικά και όχι ηθικά και πνευματικά αγαθά, που ευθύνεται για την ανεργία και προκαλεί ένα αίσθημα αβεβαιότητας για το μέλλον. Ανατρέπουν ή απορρίπτουν τα παλιά «πιστεύω», τις παλιές θεωρίες και παραδόσεις, έχουν διαφορετική αίσθηση για την ελευθερία, το σεβασμό και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, καθώς επίσης και για τη Θρησκεία, την Εκκλησία, αξίες τις οποίες τείνουν να αντικαταστήσουν με υλικά αγαθά, με ψεύτικους παράδεισους (χρήμα, αλκοόλ, ναρκωτικά…).
Ερ. : Ποιες είναι οι σχέσεις των Μαριανών Αδελφών μεταξύ τους και ποιες με τους Μαριανούς σε όλο τον κόσμο;
Ως μοναχοί ζούμε την κοινοβιακή ζωή. Είμαστε μια οικογένεια που χαρακτηρίζει ο αλληλοσεβασμός, η αλληλοεκτίμηση και η αδελφική αγάπη. Αυτό που μας ενώνει είναι η προσευχή, ιδίως η Θεία Ευχαριστία, η κοινοτική ζωή και η κοινή αποστολή μας. Η ίδια αδελφική αγάπη, το ίδιο οικογενειακό πνεύμα, η ίδια πνευματικότητα, οι ίδιοι κανόνες εμπνέουν και διέπουν τις άλλες κοινότητες και όλα τα σχολεία της Μαριανής οικογένειας ανά τον κόσμο. Απλώς μπορούν να αλλάξουν ορισμένους κανόνες, για να προσαρμοσθούν στις συνήθειες και τις ανάγκες της χώρας τους.. Χάρη στα έντυπα που μας στέλνουν οι ανώτεροί μας και στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και πληροφόρησης, είμαστε πάντα ενημερωμένοι για την κατάσταση και τη δράση του Τάγματός μας.
Ερ. : Ποια είναι η μεγαλύτερη χαρά που πήρατε ως μοναχός;
Χαρά για μένα ήταν η επιτυχία μου στο «Baccalauréat», γιατί το δίπλωμα αυτό θα μου χάραζε το δρόμο που θα με οδηγούσε στο στόχο της προσδοκίας μου, στη πραγματοποίηση του ονείρου μου, δηλαδή την εκπαίδευση. Τη μεγαλύτερη όμως χαρά την ένιωσα την ημέρα της ορκωμοσίας μου, στις 15 Αυγούστου του 1961. Ήταν μια έντονη στιγμή χαράς, αλλά και υπερηφάνειας συγχρόνως, που δήλωνε την αποδέσμευσή μου από τα εγκόσμια και την πλήρη αφοσίωση μου στην υπηρεσία του Θεού και της Μητέρας μας, την Παναγία.
Ερ. : Έχετε ακόμα τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσετε αυτό που κάνετε; Αν ναι πόσο;
Ευγνωμονώ το Θεό και την Παναγία που μου χαρίζουν δύναμη και υγεία, παρά την ηλικία μου, για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στα παιδιά.. Σε λίγο βγαίνω σε σύνταξη, αλλά θα επιθυμούσα να έχω μια παρουσία στο σχολείο, για να μη διακόψω απότομα τις σχέσεις μου με τους μαθητές. Αν και νομίζω πως, και μη διδάσκοντας ακόμη, θα μπορούσα να δημιουργήσω στενές και γόνιμες επαφές , και ίσως ευκολότερα, γιατί δε θα είμαι πλέον ο «κακός» καθηγητής που παιδεύει τα παιδιά με εργασίες, επιπλήξεις και τιμωρίες, αλλά ένας απλός φίλος..
Θα ήθελα να προσθέσω πως, παράλληλα με την αποστολή που ασκώ στο πλαίσιο του σχολείου, θα συνεχίσω να βοηθώ απλούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, αρρώστους και εγκαταλελειμμένους, με τους οποίους έρχομαι σχεδόν καθημερινά σε επικοινωνία, είτε σεγηροκομεία είτε σε νοσοκομεία είτε ακόμη στα σπίτια τους. Είναι μια μεγάλη εμπειρία το να νιώθει κανείς τη μοναξιά τους και τον πόνο τους. Μου δίνουν να καταλάβω πόση αξία έχω γι’ αυτούς, εισπράττοντας την εκτίμηση και την αγάπη τους. Η αναγνώρισή τους είναι μεγάλη τιμή για μένα.. Αυτό το είδος αποστολής, αδελφικής αγάπης και προσφοράς προς τον αδύναμο άνθρωπο μού προσφέρει βαθιά ικανοποίηση και δίνει πραγματικό νόημα στη ζωή μου, και ως ανθρώπου και ως μοναχού.
– Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας διαθέσατε και σας ευχόμαστε καλή δύναμη στο έργο σας.
– Κι εγώ σας ευχαριστώ