Νέα

Σκέψεις και ιστορίες για την προετοιμασία της Εορτής των Χριστουγέννων

Σκέψεις και ιστορίες για την προετοιμασία της Εορτής των Χριστουγέννων

Έναυσμα

 

Πρόκειται να γεννηθεί ξανά…   Χριστούγεννα…

 

Η γέννηση του Ιησού συνδέεται με εκείνο το επεισόδιο από το Ευαγγέλιο, όπου ο Ιησούς ζητάει να ξαναγεννηθούμε. Είναι δυνατό αυτό; Η εμπειρία μας λέει ότι ναι, μια και όταν λέμε ότι θα ξαναγεννηθούμε δεν αναφερόμαστε σε φυσική γέννηση ούτε σε ρήξη με το παρελθόν. Εννοούμε ότι θα υποδεχτούμε το νέο, την ανανέωση: αυτό είναι το πρότυπο που μας δίνει ο Θεός όταν γίνεται μωρό. Να υποδεχτούμε και να δώσουμε αξία στην εύθραυστη φύση μας, να προτιμήσουμε την απλότητα από τον πλούτο, να προτιμήσουμε την αθωότητα από την υπεροψία, να προτιμήσουμε τη γενναιοδωρία από τον εγωισμό…Είναι ανανέωση να θέλουμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Είναι πολύ πιο εύκολο να αφεθούμε να μας παρασύρει αυτό που κάνει όλος ο κόσμος.

 

 

Χριστέ, Σε περιμένουμε με χαρά.

 

Ο Άγιος Μαρκελλίνος

 

Στον Άγιο Μαρκελλίνο άρεσαν πολύ τα Χριστούγεννα, γιατί του θύμιζαν ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος με έναν πολύ απλό τρόπο, χωρίς να του δώσουν μεγάλη σημασία, χωρίς πολλά μεγαλεία και γιατί ο Μαρκελλίνος αγαπούσε τους Αδελφούς και όλο τον κόσμο, όπως την οικογένειά του. Η οικογένεια του Ιησού, του Ιωσήφ και της Παναγίας ήταν γι’ αυτόν η πρώτη μεγάλη οικογένεια.

Γι’ αυτό, ο Μαρκελλίνος έλεγε στους πρώτους Μαριανούς Αδελφούς, που εργάζονταν μαζί του στην εκπαίδευση, ότι έπρεπε να βρίσκονται κοντά σε τρία μέρη: στο Σταυρό, στην Αγία Τράπεζα και στη Φάτνη. Έτσι, όλα τα παιδιά που πηγαίνουμε σε ένα Μαριανό Σχολείο, όταν βάζουμε μια φάτνη στο σπίτι μας, ακολουθούμε την παράδοση του Μαρκελλίνου, και σίγουρα εκείνος χαίρεται πολύ να βλέπει πως σκεφτόμαστε τη Γέννηση σαν ένα σημαντικό κομμάτι της δικής μας οικογένειας.

 

 

Έλα, Χριστέ

Έλα, Χριστέ!

Μη χαμογελάς λέγοντας ότι ήδη βρίσκεσαι ανάμεσά μας.

Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που ακόμα δε σε γνωρίζουν.

 

Και σε τι ωφελεί να Σε γνωρίζουμε;

Ποιος ο σκοπός του ερχομού Σου, αν για τους δικούς Σου

η ζωή περνά σαν ένα τίποτα…;

Μεταμόρφωσέ μας.

 

Να γίνει το μήνυμά Σου σάρκα από τη σάρκα μας,

αίμα από το αίμα μας, λόγος ύπαρξης για τη ζωή μας.

 

Να μας παρασύρει η γαλήνη της καθαρής συνείδησης.

Να είναι απαιτητική, άβολη.

Γιατί αυτό είναι το μοναδικό τίμημα

που πρέπει να πληρώσουμε για να έρθει η Ειρήνη,

η βαθιά Ειρήνη, η διαφορετική Ειρήνη, η δική Σου Ειρήνη.

 

Don Hélder Câmara

Σύντομη ιστορία

 

Η γιαγιά με τους σπόρους

 

Μια φορά κι έναν καιρό…  ένας άνθρωπος έπαιρνε κάθε μέρα το λεωφορείο, για να πάει στη δουλειά του. Μια στάση παραπέρα, ανέβαινε μια γιαγιά και καθόταν δίπλα στο παράθυρο. Η γιαγιά άνοιγε μια τσάντα και, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, πετούσε κάτι από το παράθυρο. Κάθε φορά έκανε την ίδια κίνηση και, μια μέρα, ο άνθρωπος ενδιαφέρθηκε και τη ρώτησε τι ήταν αυτό που πετούσε από το παράθυρο.

– «Είναι σπόροι!», του είπε η γιαγιά.

– «Σπόροι; Ποιου φυτού;»

– «Λουλουδιών. Κάθε φορά που κοιτάζω έξω, όλα είναι τόσο άδεια… Θα μου άρεσε να ταξιδεύω και να βλέπω λουλούδια σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Θα ήταν πολύ ωραίο, έτσι δεν είναι;»

– «Όμως οι  σπόροι πέφτουν δίπλα στην άσφαλτο, τους πατούν τα αυτοκίνητα, τους τρώνε τα πουλιά… Θέλεις να πεις, γιαγιά, ότι οι σπόροι θα φυτρώσουν στο πλάι του δρόμου;»

– «Ναι! Παρόλο που κάποιοι θα χαθούν, κάποιοι θα βρουν το χώμα και, με τον καιρό, θα ανθίσουν».

– «Όμως, θα αργήσουν να μεγαλώσουν, χρειάζονται νερό…».

– «Εγώ κάνω ό,τι μπορώ. Ήδη ήρθαν οι μέρες των βροχών».

Η γιαγιά συνέχισε τη δουλειά της… Και ο άνθρωπος κατέβηκε από το λεωφορείο, για να πάει στη δουλειά του, και σκεφτόταν ότι η γιαγιά είχε χάσει τα λογικά της.

Λίγους μήνες αργότερα, ενώ πήγαινε στη δουλειά, ο άνθρωπος, βλέποντας από το παράθυρο, είδε όλο το δρόμο γεμάτο λουλούδια! Αυτό που έβλεπε ήταν ένα τοπίο ανθισμένο, γεμάτο χρώματα! Θυμήθηκε τη γιαγιά, γιατί είχε μέρες να τη δει. Ρώτησε τον οδηγό:

– «Η γιαγιά με τους σπόρους;»

– «Πέθανε πριν από ένα μήνα.»

Ο άνθρωπος γύρισε στη θέση του και κοιτούσε το τοπίο: «τα λουλούδια άνθισαν, σκέφτηκε, αλλά σε τι ωφέλησε η δουλειά της; Δεν μπόρεσε να δει το έργο της». Ξαφνικά, ένιωσε το χαμόγελο ενός πλάσματος. Ένα κοριτσάκι έδειχνε ενθουσιασμένο τα λουλούδια…

– «Κοίτα, μπαμπά! Κοίτα! Τι πολλά λουλούδια!»

Η γιαγιά της ιστορίας μας έκανε το χρέος της και άφησε την κληρονομιά της σε όλους αυτούς που μπορούσαν να τη δεχτούν, σε όλους αυτούς που μπορούσαν να την παρατηρήσουν και να γίνουν ευτυχισμένοι.

Λένε ότι εκείνος ο άνθρωπος, από εκείνη την ημέρα, κάνει τη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά του κρατώντας μια σακούλα με σπόρους…

 

 

Ιστορία

 

Ένα μικρό σκουληκάκι περπατούσε μια μέρα προς την κατεύθυνση του ήλιου. Πολύ κοντά στο δρόμο του συνάντησε μια χελώνα.

– «Προς τα πού πηγαίνεις;» , το ρώτησε.

Χωρίς να σταματήσει την πορεία του, το σκουλήκι απάντησε:

– «Είδα ένα όνειρο χτες το βράδυ· ονειρεύτηκα ότι από την κορυφή ενός ψηλού  βουνού έβλεπα όλη την κοιλάδα. Μου άρεσε αυτό που είδα στο όνειρό μου και αποφάσισα να το πραγματοποιήσω».

Έκπληκτη, η χελώνα είπε, ενώ ο φίλος της απομακρυνόταν:

– «Πρέπει να είσαι τρελός! Πώς θα μπορούσες να φτάσεις μέχρι εκεί; Εσύ, ένα απλό σκουλήκι; Για σένα μια πέτρα θα είναι ολόκληρο βουνό, μια λιμνούλα θάλασσα ολόκληρη και κάθε κορμός δέντρου αδιαπέραστο εμπόδιο».

Όμως το σκουληκάκι είχε ήδη απομακρυνθεί και δεν την άκουσε.

Τα μικροσκοπικά του πόδια δε σταμάτησαν να κινούνται. Σύντομα άκουσε τη φωνή ενός σκαθαριού:

– «Πού πας με τόσο ζήλο;»

Ιδρωμένο ήδη, το σκουλήκι του είπε λαχανιασμένο:

– «Είδα ένα όνειρο και θέλω να το πραγματοποιήσω: θα ανέβω σε εκείνο το βουνό και από εκεί θα ατενίσω όλο τον κόσμο μας».

Το σκαθάρι έβαλε στα γέλια και ύστερα από λίγο του είπε:

– «Ούτε εγώ, που έχω τόσο μεγάλες πατούσες, δε θα επιχειρούσα ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο».

Το σκαθάρι έμεινε στο έδαφος σκασμένο από τα γέλια, ενώ η κάμπια συνέχισε το δρόμο της, έχοντας ήδη προχωρήσει λίγα εκατοστά. Με τον ίδιο τρόπο, η αράχνη, ο τυφλοπόντικας, ο βάτραχος και το λουλούδι συμβούλευσαν το φίλο μας να τα παρατήσει.

– «Δε θα τα καταφέρεις ποτέ», του είπαν, αλλά βαθιά μέσα του μια παρόρμηση το υποχρέωνε να προχωρήσει.

Ήδη εξουθενωμένο, χωρίς δυνάμεις, ετοιμοθάνατο, αποφάσισε να σταματήσει, για να ξεκουραστεί και να κατασκευάσει, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα.

– «Θα νιώσω καλύτερα», ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε. Και πέθανε.

Όλα τα ζώα της κοιλάδας για μέρες κοιτούσαν τα λείψανά του. Εκεί εκείτο το πιο τρελό ζώο του χωριού. Το σώμα του ήταν ένα μνημείο στην ανοησία. Εκεί βρισκόταν ένα σκληρό απομεινάρι κάποιου που πέθανε θέλοντας να πραγματοποιήσει ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Ένα πρωινό που ο ήλιος έλαμπε με έναν τρόπο ιδιαίτερο, όλα τα ζώα συγκεντρώθηκαν γύρω από το μνημείο που είχε μετατραπεί σε μια προειδοποίηση για τους θρασείς. Ξαφνικά έμειναν έκπληκτοι.

Το σκληρό κουκούλι άρχισε να σπάει και με κατάπληξη είδαν ένα ζευγάρι μάτια και μια κεραία, που δεν μπορούσαν να είναι της κάμπιας που πίστευαν ότι είχε πεθάνει.

Λίγο-λίγο, σαν για να τους δοθεί χρόνος να συνέλθουν από την έκπληξη, εμφανίστηκαν τα πανέμορφα φτερά του εντυπωσιακού πλάσματος που βρισκόταν μπροστά τους: μιας πεταλούδας.

Δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί, όλοι ήξεραν τι θα έκανε: θα πετούσε μέχρι το μεγάλο βουνό και θα πραγματοποιούσε ένα όνειρο: το όνειρο για το οποίο είχε ζήσει, για το οποίο είχε πεθάνει και για το οποίο είχε επιστρέψει.

Όλοι είχαν κάνει λάθος.

 

 

 

Σύντομη ιστορία

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας

Όταν ήμουν παιδί, με μάγευε το τσίρκο, και κυρίως από το τσίρκο μου άρεσαν τα ζώα. Έτσι και εμένα, όπως συνέβη και σε άλλους, από την αρχή, μου τράβηξε την προσοχή ο ελέφαντας. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, το τεράστιο ζώο έκανε επίδειξη μεγέθους, βάρους και ασυνήθιστης δύναμης, όμως μετά το νούμερό του και μέχρι να ξαναγυρίσει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος σε μία αλυσίδα που φυλάκιζε μία από τις πατούσες του σε ένα μικρό πάσσαλο, ο οποίος ήταν στερεωμένος στο έδαφος. Αναμφίβολα, ο πάσσαλος δεν ήταν παρά ένα μικροσκοπικό κομμάτι από ξύλο χωμένο ελάχιστα εκατοστά στη γη. Παρόλο που η αλυσίδα ήταν βαριά και δυνατή, μου φαινόταν προφανές ότι αυτό το ζώο, που ήταν ικανό να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο με τη δύναμή του, θα μπορούσε εύκολα να ξεριζώσει και τον πάσσαλο και να το σκάσει. Το μυστήριο ήταν προφανές: Τι τον κρατούσε λοιπόν; Γιατί δε δραπέτευε;

Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, εμπιστευόμουν ακόμα τη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα λοιπόν το δάσκαλο, τον πατέρα μου, κάποιο θείο, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος από αυτούς μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας δε δραπέτευε, γιατί ήταν εκπαιδευμένος. Τότε έκανα την προφανή ερώτηση:

– Αφού είναι εκπαιδευμένος, γιατί τον έχουν δεμένο;

Δε θυμάμαι να πήρα καμία λογική απάντηση.

Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα και του πασσάλου και το θυμόμουν μόνο όταν συναντούσα άλλους ανθρώπους που είχαν αναρωτηθεί για το ίδιο θέμα. Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα ότι για καλή μου τύχη κάποιος αρκετά σοφός ανακάλυψε την απάντηση: Ο ελέφαντας του τσίρκου δε δραπετεύει, γιατί είναι δεμένος σε έναν παρόμοιο πάσσαλο από τότε που ήταν πολύ-πολύ μικρός. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα το νεογέννητο που το δένουν στον πάσσαλο. Είμαι σίγουρος ότι εκείνη τη στιγμή, το ελεφαντάκι έσπρωξε, τράβηξε και ίδρωσε, προσπαθώντας να λυθεί. Όμως, παρόλη την προσπάθειά του, δεν μπόρεσε. Σίγουρα ο πάσσαλος ήταν πολύ δυνατός γι’ αυτόν. Θα ορκιζόμουν ότι κοιμήθηκε εξουθενωμένο και ότι την άλλη μέρα συνέχισε να προσπαθεί, και την άλλη και την άλλη… Μέχρι που μια μέρα, μια τρομερή μέρα στην προσωπική του ιστορία, αποδέχτηκε την ανικανότητά του και υποτάχθηκε στη μοίρα του.

Αυτός ο γιγάντιος και δυνατός ελέφαντας, που βλέπουμε στο τσίρκο, δε δραπετεύει γιατί πιστεύει – ο δύστυχος – ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ. Είναι ισχυρή η ανάμνηση της ανικανότητάς του, εκείνης της ανικανότητας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δε γύρισε να αμφισβητήσει σοβαρά αυτή την αντίληψη. Ποτέ…ποτέ δεν προσπάθησε να ξαναδοκιμάσει τη δύναμή του…

 

Jorge Bucay

 

Tags