Νέα

Μητέρα Τερέζα της Καλκούτας

Μητέρα Τερέζα της Καλκούτας

     

 

«Σημασία δεν έχει πόσα δίνεις

αλλά με πόση αγάπη τα δίνεις.

Σημασία δεν έχει πόσα κάνεις

αλλά πόση αγάπη βάζεις σ’ αυτό που κάνεις.»

“Η καταγωγή μου: είμαι Αλβανή.

Η υπηκοότητά μου: είμαι Ινδή.              

Η πίστη μου: είμαι καθολική μοναχή.   

Η κλήση μου: ανήκω στον κόσμο.        

 Η καρδιά  μου: ανήκει  ολοκληρωτικά

στην Καρδιά του Ιησού.”

 

Μικρή σε ανάστημα αλλά με μία πίστη στερεή σαν το βράχο, η Μητέρα Τερέζα γεννήθηκε το 1910 στα Σκόπια από Αλβανούς γονείς και πήρε το όνομα Αγνή. Το 1928, σε ηλικία 18 ετών, νιώθοντας ότι ο Θεός την καλούσε να γίνει ιεραπόστολος, έγινε μοναχή και πήγε να εργαστεί στην  Ινδία. Επί 20 χρόνια δίδασκε Γεωγραφία σ’ ένα μεγάλο κολέγιο της Καλκούτας. Άρχισε όμως να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τις ανάγκες των ανθρώπων που ζούσαν στις τρώγλες. Το 1946, ταξιδεύοντας με το τραίνο για τις ετήσιες πνευματικές της ασκήσεις, πέρασαν από το μυαλό της οι εικόνες των ετοιμοθάνατων που σέρνονταν στα πεζοδρόμια της Καλκούτας. Σταδιακά άρχισε να καταλαβαίνει ότι η θέση της ήταν “ανάμεσα στους φτωχότερους των φτωχών”. Η δίψα του Ιησού για αγάπη κατέλαβε την καρδιά της και η επιθυμία της να ικανοποιήσει αυτή τη δίψα έγινε η αιτία της δράσης της.

Το 1948, η Μητέρα Τερέζα πήρε άδεια από τον τοπικό Επίσκοπο να εγκαταλείψει το μοναχικό τάγμα της Παναγίας του Λορέττο όπου ανήκε και, διατηρώντας το σχήμα της μοναχής, να τρέξει στον κόσμο των φτωχών. Ντυμένη μ’ ένα απλό σάρι (Ινδικό φόρεμα), πήγε να ζήσει μαζί με τους φτωχούς στους δρόμους της πόλης, θέλοντας να ιδρύσει ένα τάγμα μοναχών, οι οποίες θα τους φρόντιζαν. Ξεκίνησε ανοίγοντας ένα σχολείο σε μια φτωχογειτονιά. Για να διδάξει στους μαθητές της την αλφάβητο, χάραζε τα γράμματα με ένα ραβδί στη λάσπη.

Στις 21 Δεκεμβρίου 1948 πήγε για πρώτη φορά στις φτωχογειτονιές. Επισκέφτηκε κάποιες οικογένειες, έπλυνε τις πληγές πολλών παιδιών, φρόντισε έναν άρρωστο ηλικιωμένο που ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο και μία φυματική γυναίκα που πέθαινε από την πείνα. Την εποχή εκείνη πολλοί άρρωστοι πέθαιναν στους δρόμους, γιατί τα γεμάτα νοσοκομεία δεν μπορούσαν να τους κρατήσουν. Η δυστυχία τους οδήγησε τη Μητέρα Τερέζα να ανοίξει το πρώτο «Σπίτι για τους Ετοιμοθάνατους», το 1954. Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί φιλοξενούνταν χωρίς διάκριση και ζούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους με αξιοπρέπεια.

Σιγά-σιγά οι αδελφές της Μητέρας Τερέζας αυξήθηκαν σε αριθμό. Τις αποκάλεσε«Ιεραπόστολους της Αγάπης». Μαζί με τον όρκο της φτώχειας, δεσμεύονται να προσφέρουν την υπηρεσία τους ολόκαρδα και δωρεάν στους φτωχότερους των φτωχών. Όπου κι αν βρίσκονται προσπαθούν να βοηθήσουν το Χριστό που υποφέρει, στο πρόσωπο των πιο στερημένων: αυτών που πεινούν και διψούν, που είναι άστεγοι, ορφανοί, άρρωστοι, φυλακισμένοι, ανάπηροι, λεπροί, αλκοολικοί, ναρκομανείς, που θρηνούν, αναζητούν αγάπη, είναι βάρος για την κοινωνία και έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο Θεό και στη ζωή. Ακόμα και στις πλούσιες χώρες, η Μητέρα Τερέζα ανακάλυψε την πνευματική φτώχεια, τη μοναξιά, την έλλειψη αγάπης, προβλήματα που συχνά είναι πιο δύσκολο να λυθούν απ’ ότι η υλική φτώχεια.

Το 1979 πήρε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 1997. Στις 19 Οκτωβρίου 2003, ονομάστηκε Μακαρία από τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο II, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό.

Στην Ελλάδα η Μητέρα Τερέζα ίδρυσε δύο μοναχικές κοινότητες των «Ιεραπόστολων της Αγάπης», που βρίσκονται στην Αθήνα. Προσφέρουν γεύματα και ρουχισμό σε πρόσφυγες, τρόφιμα σε 250 οικογένειες κάθε μήνα, έχουν δύο ξενώνες για άστεγες γυναίκες, μητέρες και παιδιά και επισκέπτονται φυλακισμένους. Η προσευχή μας και η συμπαράστασή μας ας τις συντροφεύουν.

«Αν πραγματικά ανήκουμε στο Θεό, τότε πρέπει να είμαστε στη διάθεσή Του και να τον εμπιστευόμαστε. Δεν πρέπει ποτέ να ανησυχούμε για το μέλλον. Δεν υπάρχει λόγος. Ο Θεός είναι εδώ.

Στις κοινότητές μας δεν υπήρξε ούτε μία μέρα που να αρνηθήκαμε τη βοήθεια σε κάποιον, που να μην είχαμε φαγητό, που να μην είχαμε κρεβάτι, και φιλοξενούμε χιλιάδες ανθρώπους. Έχουμε 53.000 λεπρούς και ποτέ δεν διώξαμε κανέναν. Και όμως, δεν έχουμε μισθούς, ούτε έσοδα. Λαμβάνουμε δωρεάν και προσφέρουμε δωρεάν.

Το μυστικό μας είναι πολύ απλό: ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ. Έχουμε τη σταθερή και ζωντανή πίστη ότι ο Θεός μπορεί και θα μας βοηθήσει. Ότι μπορεί είναι φανερό, γιατί είναι Παντοδύναμος. Ότι θα μας βοηθήσει είναι σίγουρο, γιατί το υποσχέθηκε τόσες φορές μέσα στην Αγία Γραφή και είναι πιστός σε όλες τις υποσχέσεις Του: ”Ό,τι ζητήσετε στην προσευχή, πιστέψτε ότι θα το λάβετε και θα είναι δικό σας.”

Θέλω η εργασία μας να παραμείνει έργο αγάπης. Θέλω να έχουμε την τέλεια πίστη ότι ο Θεός δεν θα μας απογοητεύσει και δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ.

Αξίωσέ μας, Κύριε, να υπηρετούμε τους αδελφούς μας που, σε κάθε γωνιά της γης, ζουν και πεθαίνουν μέσα στην αθλιότητα. Δώσε τους από τα χέρια μας το καθημερινό τους ψωμί και, μέσα από την αγάπη μας, την ειρήνη και τη χαρά

 

 «Η ζωή είναι μυστήριο· αγκάλιασέ το.

Η ζωή είναι θλίψη· ξεπέρασέ την.

Η ζωή είναι ύμνος· τραγούδησέ τον.

 Η ζωή είναι περιπέτεια· τόλμησέ την.      

Η ζωή είναι αγώνας· δέξου τον.

Η ζωή είναι ζωή· προστάτεψέ την.»